Χίονιν

Χίονιν
Χίονις
fem acc sg
Χιόνις
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιόνιν — τὸ, Μ βλ. χιόνι …   Dictionary of Greek

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

  • καθούρι — καθούρι(ν), τὸ και καθούρη, ἡ (Μ) 1. βροχή, καταιγίδα 2. ομίχλη («εὐθὺς καθούριν ἔσωσε μετὰ βροχὴν καὶ χιόνιν», Απόκοπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”